- υπογένεση
- [-ις (-εως)] η мед. недоразвитость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπογένεση — η, Ν ιατρ. βλ. υπογενεσία … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπογενεσία — και υπογένεση,η, Ν ιατρ. ατελής καταβολή και ανάπτυξη οργάνου ή μέρους τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogenesis (< υπ[ο] * + γένεση)] … Dictionary of Greek